dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εισροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zufluss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εισροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einfließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εισροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einströmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)