dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ειρηνόφιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Friedensfreund
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ειρηνόφιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
friedliebend
Ⓦ
Ⓖ
…