dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
εδρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
seinen Sitz haben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εδρεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)