dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εγκρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
enthaltsam
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εγκρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abstinent
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
εγκρατής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
keusch
Ⓦ
Ⓖ
…