dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εγκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kerbe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εγκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Einschnitt
Ⓦ
Ⓖ
…