dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
εγκολπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich einer Idee anschließen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκολπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
annehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκολπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Ansicht annehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
εγκολπώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich zu eigen machen
Ⓦ
Ⓖ
…