dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εγκληματολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kriminologie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εγκληματολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kriminalistik
Ⓦ
Ⓖ
…