dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
δυσφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ungehalten sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δυσφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verdrießlich werden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δυσφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kränken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δυσφορώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich kränken
Ⓦ
Ⓖ
…