dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
δρομολόγιο δύο κατευθύνσεων εναλλάξ ανάμεσα σε δύο στάσεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Pendelverkehr
Ⓦ
Ⓖ
…