dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δοκιμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Testfahrer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δοκιμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tester
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δοκιμαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Prüfer
Ⓦ
Ⓖ
…