dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
διώξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Amtsenthebung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διώξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verbannung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
διώξιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entlassung
Ⓦ
Ⓖ
…