dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διψώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durstig sein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διψώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Durst haben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διψώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dürsten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)