dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
δικαιολογούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich herausreden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δικαιολογούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich rechtfertigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
δικαιολογούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
herausreden
Ⓦ
Ⓖ
…