dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δικαιολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rechtfertigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δικαιολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Entschuldigung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δικαιολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ausrede
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δικαιολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begründung
Ⓦ
Ⓖ
…