dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
διευρυμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erweitert
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
διευρυμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unbekannt
Ⓦ
Ⓖ
…