dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
διευθύνων σύμβουλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Konzernchef
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διευθύνων σύμβουλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konzernchefin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
διευθύνων σύμβουλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
leitender Berater
Ⓦ
Ⓖ
…