dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verderbnis
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bestechlichkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Korruption
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verdorbenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verfall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verführung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαφθορά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bestechung
Ⓦ
Ⓖ
…