dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διατύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Formulierung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διατύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Formalität
Ⓦ
Ⓖ
…
διατύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wortlaut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διατύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Formsache
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διατύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Phraseologie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διατύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Vorbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διατύπωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abfassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)