dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαταραχή προσωπικότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Persönlichkeitsstörung
Ⓦ
Ⓖ
…