dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ausfluss
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ausgelaufene Flüssigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausströmen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Auslaufen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Durchsickern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Leck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαρροή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Verlust
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)