dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
διαρκές αγαθό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
langlebiges Gebrauchsgut
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)