dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαπραγμάτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
διαπραγμάτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unterhandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαπραγμάτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Aushandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαπραγμάτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Behandlung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)