dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
διαμέσου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mittels
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαμέσου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dadurch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαμέσου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
durch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
διαμέσου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
via
Ⓦ
Ⓖ
…