dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διακορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entjungfern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διακορεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
deflorieren
Ⓦ
Ⓖ
…