dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διαθλαστικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Brechungsindex
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διαθλαστικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brechwirkung
Ⓦ
Ⓖ
…