dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
διαγωνίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wetteifern um …
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
διαγωνίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewerben um …
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαγωνίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich bewerben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαγωνίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wetteifern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαγωνίζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bewerben
Ⓦ
Ⓖ
…