dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
διαβουλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beratschlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβουλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich beraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
διαβουλεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konsultieren
Ⓦ
Ⓖ
…