dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
δεξαμενόπλοιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Tankschiff
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δεξαμενόπλοιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Öltanker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
δεξαμενόπλοιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Tanker
Ⓦ
Ⓖ
…