dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
δεντροκαλλιέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Baumzucht
Ⓦ
Ⓖ
…