dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δενδροκομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Baumschule
Ⓦ
Ⓖ
…
δενδροκομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Baumzucht
Ⓦ
Ⓖ
…