dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δασμολόγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schätzung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δασμολόγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erhebung von Zöllen
Ⓦ
Ⓖ
…