dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δαρμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Prügeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δαρμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schlagen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)