dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
δαιμόνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
böser Geist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δαιμόνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
δαιμόνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Genius
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δαιμόνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Antriebskraft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
δαιμόνιο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Begabung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)