dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
δίωξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verfolgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δίωξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rechtsverfolgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δίωξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Strafverfolgung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δίωξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vertreibung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)