dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διόπτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fernglas
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
δίοπτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brille
Ⓦ
Ⓖ
…