dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
γεωθερμική ενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erdwärme
Ⓦ
Ⓖ
…
!
γεωθερμική ενέργεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geothermische Energie
Ⓦ
Ⓖ
…