dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
γεροντική ξεροκεφαλιά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Altersstarrsinn
Ⓦ
Ⓖ
…