dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
γενεαλογικό δέντρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stammbaum
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
γενεαλογικό δέντρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ahnentafel
Ⓦ
Ⓖ
…