dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
γήλοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Anschwellen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
γήλοφος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hügel
Ⓦ
Ⓖ
…