dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
γερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alt werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
altern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
älter werden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich neigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
altern lassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kippen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γερνώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
alt machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anlehnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
γέρνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
untergehen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)