dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βραχυπρόθεσμη μνήμη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Kurzzeitgedächtnis
Ⓦ
Ⓖ
…