dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
βραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich hinauszögern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verlangsamen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βραδύνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zögern
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)