dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschimpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fluchen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βρίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schimpfen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)