dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βουβαμάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sprachlosigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βουβαμάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Schweigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βουβαμάρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verstummen
Ⓦ
Ⓖ
…