dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βοτανολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Botanikerin
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
βοτανολόγος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Botaniker
Ⓦ
Ⓖ
…