dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βοσκώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
βόσκω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiden
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)