dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βιοπάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kampf ums Dasein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βιοπάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Daseinskampf
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βιοπάλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Existenzkampf
Ⓦ
Ⓖ
…