dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
βελονιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einfädeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βελονιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nähen
Ⓦ
Ⓖ
…