dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
βατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bumsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
begatten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βατεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
decken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)