dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
βαρβατίλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geschlechtstrieb
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βαρβατίλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brunft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βαρβατίλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Brunst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
βαρβατίλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gestank
Ⓦ
Ⓖ
…